τριμερής — tripartite masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμερής — ές, ΝΜΑ αυτός που αποτελείται από τρία μέρη (α. «τριμερὴς ἡ ψυχή», Αριστοτ. β. «νόμος τριμερής» μελωδία σε τρεις τρόπους ή ήχους, δηλ. Δωρικό, Φρυγικό και Λυδικό, Πλούτ.) νεοελλ. 1. (για διαπραγμάτευση ή για συνθήκη) αυτός στον οποίο συμμετέχουν… … Dictionary of Greek
τριμερῆ — τριμερής tripartite neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τριμερής tripartite masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) τριμερής tripartite masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμερεῖ — τριμερής tripartite masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) τριμερής tripartite masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμερεῖς — τριμερής tripartite masc/fem acc pl τριμερής tripartite masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμερές — τριμερής tripartite masc/fem voc sg τριμερής tripartite neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμεροῦς — τριμερής tripartite masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμερέσιν — τριμερής tripartite masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τριμερῶς — τριμερής tripartite adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρόικα — η, Ν 1. ρωσική άμαξα ή έλκηθρο που σύρεται από τρία άλογα 2. μτφ. πολιτική τριανδρία, τριμερής διοίκηση ή τριμερής αντιπροσωπεία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρωσ. troĭka < troe «τρεις»] … Dictionary of Greek